τυνδαλ(λ)ισμός

τυνδαλ(λ)ισμός
ο, Ν
(φαρμ.) βλ. τυνταλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυνταλισμός — και τυνδαλ(λ)ισμός, ο, Ν (φαρμ.) μέθοδος αποστείρωσης που συνίσταται σε διακοπτόμενες θερμάνσεις, με χαμηλή σχετικά θερμοκρασία, τις οποίες ακολουθούν ψύξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tyndallisation, από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”